- ημιπέλεκκον
- ἡμιπέλεκκον, τὸ (Α)μισός πέλεκυς, μονόστομος, με μια μόνο κόψη (σε αντίθ. προς τον συνηθισμένο δίστομο πέλεκυ) («ἐτίθει δέκα πελέκεας, δέκα δ' ἡμιπέλεκκα», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέλεκκον < πέλεκυς (πρβλ. αμφι-πέλεκκον].
Dictionary of Greek. 2013.